- συννεάσαιμεν
- συννεάζωto be young withaor opt act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συννεάζω — ΜΑ 1. περνώ τα χρόνια τής νεότητας μου μαζί με άλλον (α. «τῷ νέῳ σοι βασιλεῑ συννεάζουσιν», Μιχ. Ακομ. β. «καὶ συννεάσαιμεν ἀλλήλοις καὶ συγγηράσαιμεν καὶ, νὴ τοὺς θεούς, συνθάνοιμεν», Αλκίφρ.) 2. παραμένω κι εγώ νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νεάζω … Dictionary of Greek